νευρόδερμα

νευρόδερμα
το
βιολ. τμήμα τού εξωδέρματος τού εμβρύου στο στάδιο τού γαστριδίου, το οποίο διαφοροποιείται, με τη διαδικασία τής νευριδίωσης, σε νευρικό σύστημα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • νευρικός — ή, ό, θηλ. και ιά (ΑΜ νευρικός, ή, όν) [νεύρον] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στα νεύρα ή αυτός που προκαλείται από τα νεύρα (α. «νευρικό σύστημα» β. «νευρικός κλονισμός») 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα νευρικά οι παθήσεις τών νεύρων νεοελλ. 1 …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”